ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Σοπενχάουερ 1788 έως 1860 (72)

Κάθε μέρα είναι μια μικρή ζωή. Κάθε ξύπνημα μια μικρή γέννηση, κάθε καθάριο πρωινό μια μικρή νεότητα, κάθε πλάγιασμα για ύπνο ένας μικρός θάνατος.


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

Η τέχνη
να είσαι ευτυχισμένος



Για τη δυστυχία
του κόσμου



Και ο Σωκράτης, βλέποντας κάποια πολυτελή εμπορεύματα που ήταν απλωμένα για πούλημα, είπε: “Πόσα πράγματα λοιπόν υπάρχουν που δεν τα έχω ανάγκη!” Από αυτά λοιπόν συνάγεται ότι η εξάρτηση του ανθρώπου από τις εξωτερικές περιστάσεις είναι πολύ μικρότερη απ’ ό, τι νομίζουμε συνήθως. Μόνο ο παντοδύναμος χρόνος ασκεί και εδώ τα δικαιώματά του, σ’ αυτόν υποκύπτουν σιγά σιγά τα σωματικά και τα πνευματικά χαρίσματα. Μόνο ο ηθικός χαρακτήρας δεν καταβάλλεται από τον χρόνο»

Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ (Arthur Schopenhauer, Γκντανσκ, Πολωνία, 22 Φεβρουαρίου 1788 − Φρανκφούρτη, Γερμανία, 21 Σεπτεμβρίου 1860) ήταν Γερμανός φιλόσοφος, γνωστός για τον αθεϊσμό και τον πεσιμισμό του. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος τραπεζίτης που τον ήθελε να ενταχθεί στον κόσμο του εμπορίου και τον έσπρωξε να μάθει πολλές γλώσσες. Για τον σκοπό αυτό ταξίδεψαν σε Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία και Αγγλία, ενώ έμειναν και για δύο χρόνια στη Γαλλία. Τα παιδικά του χρόνια υπήρξαν δύσκολα εξαιτίας της καταπιεστικής συμπεριφοράς του πατέρα του και προβλημάτων υγείας. Όπως έγραψε αργότερα χειρότερη περίοδος ήταν στην Αγγλία, όπου παρακολουθούσε εσώκλειστος τα μαθήματα σε ένα ρωμαιοκαθολικό σχολείο, γεγονός που του δημιούργησε μια απέχθεια για την θρησκεία. Το 1805 πέθανε ο πατέρας του αφήνοντας μεγάλη περιουσία ώστε να μην χρειάζεται να δουλεύει. Η μητέρα του, κόρη γερουσιαστή και γνωστή συγγραφέας, εγκατέλειψε το Αμβούργο και μετακόμισε μαζί με την αδερφή της στην κοσμοπολίτικη Βαϊμάρη, ανοίγοντας ένα λογοτεχνικό σαλόνι όπου δεχόταν μερικούς απ’ τους πιο γνωστούς διανοουμένους της εποχής, ανάμεσά τους και τον Γιόχαν Γκαίτε. Ο Άρθουρ το 1809 γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, ξεκίνησε ιατρική αλλά σύντομα μεταπήδησε στη φιλοσοφία. Συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου και το 1813, σε ηλικία 25 ετών, υπέβαλε τη διατριβή του στο πανεπιστήμιο της Ιένας και αναγορεύτηκε σε διδάκτορα. Από τo 1814 ως το 1818 έζησε στη Δρέσδη, όπου ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με την επέκταση του θέματος του διδακτορικού του καταλήγοντας στο σημαντικότερο βιβλίο του: «Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση» (1818). Μετά από διακοπές ενός χρόνου σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας, έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου το 1820, οι ώρες των μαθημάτων του συνέπιπταν με αυτών του Χέγκελ, με αποτέλεσμα να μην έχει παρά 5 φοιτητές και μετά από ένα εξάμηνο να διακοπούν. Το 1822, απογοητευμένος από την έλλειψη αναγνώρισης από την πανεπιστημιακή κοινότητα, εγκατέλειψε το Βερολίνο και ταξίδεψε στην Ιταλία, για να καταλήξει έναν χρόνο αργότερα στο Μόναχο. Από εκεί πέρασε στο Μάνχαϊμ και στη Δρέσδη, πριν καταλήξει και πάλι στο Βερολίνο το 1825. Προσπάθησε να βρει θέση καθηγητή μα δεν τα κατάφερε. Τον επόμενο χρόνο ήρθε αντιμέτωπος με την δικαιοσύνη κι αναγκάζεται να πληρώσει πρόστιμο σε μια γυναίκα την οποία είχε χτύπησε επειδή μιλούσε δυνατά έξω απ’ την πόρτα του και δεν τον άφηνε να μελετήσει.

Έφυγε από το Βερολίνο το 1831, κυρίως για να αποφύγει μια επιδημία χολέρας που πλησίαζε από τη Ρωσία, η οποία εξόντωσε τον ανταγωνιστή του Χέγκελ. Το 1836, έγραψε ένα μικρό έργο με τίτλο Περί της βούλησης στη φύση, στο οποίο υπάρχουν κεφάλαια σχετικά με τον ζωικό μαγνητισμό και τη μαγεία, και το 1839, ολοκλήρωσε ένα δοκίμιο «Για την ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης», για το οποίο πήρε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό της Βασιλικής Νορβηγικής Εταιρείας Επιστημών και Γραμμάτων. Ένα χρόνο αργότερα, το συμπλήρωσε μ’ ένα δεύτερο δοκίμιο: «Για τα θεμέλια της ηθικής».Από το 1843 έζησε για 27 χρόνια στη Φρανκφούρτη, σε ένα διαμέρισμα στην όχθη του ποταμού Μάιν. Ζούσε μόνος, με μοναδική παρέα δύο μικρά σκυλιά κι ακολουθούσε αυστηρά την ίδια καθημερινή ρουτίνα. Ξυπνούσε το πρωί, πλενόταν, μελετούσε και έπαιζε στα διαλείμματα φλάουτο, έτρωγε μεσημεριανό στην Αγγλική Αυλή, ένα πανδοχείο στο κέντρο της πόλης, μετά ξεκουραζόταν, διάβαζε ξανά και έγραφε, έκανε ένας περίπατο και διάβαζε τους Times του Λονδίνου, κοιμόταν. Το 1851, ο Σοπενχάουερ έβγαλε μια διασκεδαστική συλλογή φιλοσοφικών αποφθεγμάτων με τίτλο Πάρεργα και Παραλειπόμενα, και τότε άρχισε να έχει απήχηση στο κοινό. Πέθανε το 1860 σε ηλικία 72 χρονών, στον ύπνο του, από ανακοπή της καρδιάς.

Ο Σοπενχάουερ ήταν ο κύριος εκπρόσωπος του πεσιμισμού, γι’ αυτόν η ζωή είναι μάταιη, δεν είναι παρά μόνο πόνος. Ο κόσμος δεν υπάρχει αντικειμενικά, έξω από μας, δεν είναι κάτι το αισθητό, το πραγματικό, αλλά είναι δημιούργημα του δικού μας εγώ, εκφράζεται αποκλειστικά μέσα από τη βούληση μας. Είμαστε τελικά –κατ’ αυτόν- τα δυστυχή προϊόντα της ίδιας μας της επιστημολογικής δραστηριότητας, ζούμε μέσα στον κόσμο της κατασκευασμένης από εμάς φαινομενικότητας και η μοίρα μας είναι να συγκρουόμαστε με άλλα άτομα επιδιώκοντας διαρκώς να αποκτήσουμε πιο πολλά απ’ όσα δικαιούμαστε. Κατά τον Σοπενχάουερ, ο κόσμος της καθημερινής ζωής είναι στην ουσία του βίαιος και απαγορευτικός, είναι ένας κόσμος που ποτέ δεν πρόκειται να οδηγηθεί σε φάση μεγαλύτερης ηρεμίας, λόγω της ίδιας της ανθρώπινης υπόστασης.